Θανατική ποινή: Εκδίκηση ή Δικαιοσύνη;

ΘΑΝΑΤΙΚΗ ΠΟΙΝΗ: ΕΚΔΙΚΗΣΗ Ή ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ;

            Από τις πρώτες κοινωνίες των ανθρώπων στην αρχαιότητα έως και τη σύγχρονη εποχή υπάρχει μια κοινωνική αντίδραση ενάντια στο έγκλημα. Χώρες που υποτίθεται ότι είναι πολιτισμένες και αποτελούν πρότυπο οικονομικής ή κοινωνικής ανάπτυξης ακόμα διατηρούν το δικαίωμα θανάτωσης κάποιου εγκληματία. Το ζήτημα που φιλοδοξεί να εξετάσει το συγκεκριμένο άρθρο αποτελεί τη βαθύτερη διάσταση της θανατικής ποινής. Ως θανατική ποινή νοείται η ποινή που επιβάλλεται σε έναν εγκληματία από τις αρχές ενός κράτους και σχετίζεται με την αφαίρεση της ζωής αυτού. Είναι η αυστηρότερη ποινή που μπορεί να επιβληθεί σε έναν κρατούμενο από το δικαστήριο, γι’ αυτό ονομάζεται η «εσχάτη των ποινών».

            Σε όλο τον κόσμο υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι μάχονται υπέρ της επαναφοράς της θανατικής ποινής. Τα θεμελιώδη επιχειρήματα τους είναι ότι η θανατική ποινή είναι το σκληρότερο, αλλά και το αποτελεσματικότερο μέσο καταστολής του εγκλήματος μέσω της βιολογικής εκμηδένισης του εγκληματία και της συμμόρφωσης των υπόλοιπων συνανθρώπων με εγκληματικές τάσεις. Μάλιστα, επιβάλλεται να εφαρμόζεται τουλάχιστον κατά την περίπτωση, για παράδειγμα σε περιπτώσεις ανθρωποκτονίας, γυναικοκτονίας και βιασμών.

            Στο σημείο αυτό χρειάζεται να αναφερθεί η πρώτη εκτέλεση που πραγματοποιήθηκε στην Ελλάδα, η οποία συνέβη την Τετάρτη 15 Οκτωβρίου 1830 στη Σκόπελο. Το έγκλημα που διέπραξε ο 25 ετών βοσκός Γεώργιος Λεμονής ήταν η κλοπή των 377,5 γροσίων μέσα από την οικία του φίλου του. Επίσης, η τελευταία εκτέλεση που πραγματοποιήθηκε στη χώρα μας ήταν στις 25 Αυγούστου 1972 στο Ηράκλειο της Κρήτης, κατά την οποία ο 27χρονος ηλεκτρολόγος Βασίλειος Λυμπέρης, ο οποίος έκαψε ζωντανούς τη γυναίκα του, την πεθερά του και πιο σοκαριστικό τα δύο του μικρά παιδιά.

            Στην αυγή του 21ου αιώνα, στη χώρα μας, την Ελλάδα, τα εγκλήματα που διαπράττονται είναι κυρίως ανθρωποκτονίες και βιασμοί. Αξίζει να σημειωθεί ότι η θανατική ποινή εξακολουθεί να πραγματοποιείται στις μέρες μας σε ορισμένες χώρες, ανάμεσα στις οποίες δεν βρίσκεται η Ελλάδα. Παρ’ όλο που η διατήρηση της θανατικής ποινής δείχνει την αποφασιστικότητα της κοινωνίας να πατάξει το έγκλημα που απειλεί τα θεμέλια της, ωστόσο, θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι δεν έχει ηθικό έρεισμα, γιατί δεν αποτελεί απονομή δίκαιης τιμωρίας, αλλά κίνητρό της αποδεικνύεται η εκδίκηση. Επιπλέον, αυτή η μέθοδος τιμωρίας αντιβαίνει στις αρχές του ανθρωπισμού και της ηθικής.

            Προς επίρρωση των ανωτέρω, η πολιτεία χρειάζεται να φροντίζει για τη δημιουργία κέντρων εκτόνωσης και ψυχαγωγίας των νέων, ώστε να διοχετεύουν την επιθετικότητά τους υγιώς. Αξίζει να σημειωθεί ότι, τα άτομα που έχουν εγκληματικές τάσεις υστερούν από ψυχολογική έλλειψη. Επιπλέον, αποτελεί αδήριτη ανάγκη η πολιτεία να ανανεώνει τους νόμους που είναι παρωχημένοι και απάνθρωποι και να αποτρέπει φαινόμενα κοινωνικής αδικίας. Επιπροσθέτως, οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι πρέπει να είναι ικανοί και να αντιμετωπίζουν οποιαδήποτε περιστατικό, ακόμη κι αυτά που χρήζουν ιδιαίτερης αντιμετώπισης. Οφείλουν, επίσης, να υιοθετούν μια ενδεδειγμένη στάση κι όχι να συμπεριφέρονται με εκδικητικότητα, ικανοποιώντας τα βίαια ένστικτά τους και βγάζοντας όλα τους τα απωθημένα τους κρατούμενους. Είναι αξιοσημείωτο ότι η επιμόρφωση των κρατουμένων με ειδικά σεμινάρια και με ειδική ενασχόληση από επαγγελματίες με εποικοδομητικές δραστηριότητες, ώστε να αποκτήσουν μόρφωση και παιδεία με στόχο την ηθική καλλιέργεια του κάθε κρατουμένου.

            Εν κατακλείδι, η πολιτεία οφείλει να στοχεύει στη διαμόρφωση υγιών προσωπικοτήτων μέσω της εξυγίανσης όλων των φορέων της, ώστε να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα στα θεμέλια του. Με τον τρόπο αυτόν, σταδιακά θα εκλείψουν φαινόμενα παραβατικής συμπεριφοράς και θα εδραιωθούν συνθήκες κοινωνικής ευημερίας.

 

Κάντας Στέφανος, Μαθητής Α’ Λυκείου.