Εισαγωγή
Εξ ορισμού, η παιδική ηλικία συνυφαίνεται με τα ευχάριστα βιώματα της συμμετοχής στο παιχνίδι, της χαράς της σταδιακής ανάπτυξης, της εμπλοκής στη μάθηση, της αυθόρμητης κοινωνικής συναλλαγής, της σύναψης φιλίας με τους συνομηλίκους, της χρήσης των Νέων Τεχνολογιών, αλλά και της ψηφιακής επικοινωνίας. Τα προαναφερόμενα αποτελούν για τα παιδιά και τους νέους την απτή κι αυτονόητη ρεαλιστικότητά τους και παράλληλα, συνθέτουν έναν γνώριμο κι ελκυστικό για εκείνα τρόπο ζωής. Ωστόσο, το σενάριο που μόλις περιγράφηκε δεν αποκλείεται σε ορισμένες περιπτώσεις να δυσχεραίνεται, αφού τα άτομα ενδέχεται να εμπλέκονται σε καταστάσεις ψυχικών αναταραχών, που τα καθιστούν σε διαρκή σύγκρουση τόσο με τον ίδιο τους τον εαυτό, όσο και με τους άλλους.
Στην αυγή του 21ου αιώνα, η χαρτογράφηση του φαινομένου των συναισθηματικών διαταραχών και της προβληματικής συμπεριφοράς, όπως εκδηλώνονται από παιδιά κι εφήβους, αποτελεί μια πραγματική πρόκληση για το ερευνητικό επιστημονικό ενδιαφέρον, προκειμένου να αναπτυχθούν αποτελεσματικές στρατηγικές υπέρβασης των διαταραχών αυτών στο σύγχρονο κοινωνικό συγκείμενο. Παράλληλα, στην εποχή των ολοένα κι αυξανόμενων και παρατεινόμενων απειλών και κρίσεων με όλα τα αρνητικά συνεπακόλουθά τους στην καθημερινότητα, η κοινωνία μας έχει καταστεί μία ραγδαία μετασχηματιζόμενη κοινωνία ανθρώπων, που μετεξελίσσεται ολοένα και περισσότερο ως προς τη σύνθεση, τη δομή και τη λείτουργία της. Τούτου λεχθέντος, σε συνδυασμό με τον σύγχρονο ρυθμό ζωής και την έλλειψη ελεύθερου χρόνου τα παιδιά αδυνατούν να συμμετέχουν σε δραστηριότητες που διεγείρουν τη δημιουργικότητά τους και ενισχύουν τον κοινωνικό εαυτό και τον ψυχικό τους κόσμο. Απότοκο της επικρατούσας κατάστασης είναι οι νέοι είτε να εγκλωβίζουν την ενέργεια από την οποία πλημμυρίζονται και να διακατέχονται από συναισθηματικές διαταραχές, είτε να αναλώνονται σε μία διαρκή αμυντική στάση, η οποία πολλές εκδηλώνεται μέσω επιθετικότητας και βιαιοπραγιών.
Νεανική Παραβατικότητα
Έννοια, Συχνότητα και Κλινικό Προφίλ Θύτη
Προτού προβούμε στην καταγραφή κι ανάλυση δεδομένων προερχόμενα από επιστημονικές μελέτες, είναι αδήριτη ανάγκη να δοθεί ιδιαίτερη μνεία στον διαχωρισμό που διέπουν τις έννοιες «αποκλίνουσα συμπεριφορά», «εγκληματικότητα» και «παραβατικότητα», οι οποίες αρκετά συχνά χρησιμοποιούνται ως ταυτόσημες. Για τους επιστήμονες της εγκληματολογίας, η έννοια της αποκλίνουσας συμπεριφοράς πρόκειται για έναν όρο «ομπρέλα» που περικλείει τους όρους της «εγκληματικότητας» και της «παραβατικότητας» (Αλεξόπουλος & συν., 2024). Ωστόσο, για την πολιτική πρόληψη του εγκλήματος ο όρος «εγκληματικότητα» έχει αντικατασταθεί με τον όρο «παραβατικότητα», ο οποίος περιγράφει κάθε πράξη που δεν αξιολογείται ως ιδιαίτερα σοβαρή για το κοινωνικό σύνολο, όπως ενδεικτικά τα γκράφιτι δημόσιων ή ιδιωτικών κτιρίων χωρίς άδεια, αλλά και τη μέριμνα των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων, μία εκ των οποίων αποτελούν κι οι ανήλικοι παραβάτες. Είναι αξιοσημείωτο ότι η επικράτηση του όρου «ανήλικος παραβάτης» αποσκοπεί αφενός στην αποφυγή του στιγματισμού ενός νέου ως «εγκληματία» κι αφετέρου στον σχεδιασμό πολιτικών πρόληψης κι όχι αυστηρών καταστολών για τα άτομα που κείτονται ακόμη στην πρώιμη φάση διαμόρφωσης της προσωπικότητάς τους.
Ο Kauffman (2000) αναφέρει πως τα παιδιά με προβλήματα συμπεριφοράς που παρουσιάζουν αρκετές φορές και ασυνήθιστα αντιδραστικότητα απέναντι στο πέριβάλλον τους με αντικοινωνικούς τρόπους είναι τα ίδια τα οποία είναι σε θέση να διδάσκονται κοινωνικά περισσότερο την ικανοποιητικές συμπεριφορές. Πιο συγκεκριμένα, προβληματικές συμπεριφορές θεωρούνται πράξεις και στάσεις του ατόμου που δε συνάδουν με το φάσμα του ηλικιακού έπιπέδου του κι έχουν άμεση συσχέτιση με χαρακτηριστικά που εμφανίζονται στην προκλητική, αντικοινωνική, επιθετική και παραβατική συμπεριφορά (Mash & Wolfe, 2001). Προς επίρρωση των ανωτέρω, η Πιτσελά (2000:39) αποδίδει την παρεκκλίνουσα συμπεριφορά των νέων ως «την υιοθέτηση παρεκκλινόντων κανόνων κι αξιών και ιδιαίτερα εκείνων που μαθαίνονται στα πλαίσια μιας υποκουλτούρας που παραβαίνει της κυρίαρχης κουλτούρας».
Ως προς την έκταση και συχνότητα του φαινομένου, η έρευνα της European Antibullying Network (2014) ανέδειξε την Ελλάδα στην τέταρτη (4η) θέση πανευρωπαϊκώς όσον αφορά τα περιστατικά σχολικού εκφοβισμού, καταλαμβάνοντας ποσοστό που αγγίζει το 31,98%. Επιπλέον, ως προς το φύλο καταγράφεται ότι προβλήματα συμπεριφοράς εκδηλώνουν περισσότερο τα αγόρια σε σχέση με το αντίθετο φύλο, με την τυπική αναλογία να δηλώνεται περίπου 3:1 ή 4:1. Στο σημείο αυτό, θα ήταν χρήσιμο να τονιστεί ότι με την αναφορά του όρου νεανική παραβατικότητα γίνεται λόγος για άτομα εφηβικής ηλικίας και συγκεκριμένα 13-17 ετών (Στασινός, 2020). Όσον αφορά το ποινικό δίκαιο (ΠΚ 50), παρ’ όλο που ανήλικοι θεωρούνται άτομα που έχουν εισέλθει στο 7ο έτος της ήλικίας τους και φτάνουν έως και το 17ο έτος, ωστόσο οι ανήλικοι 7-12 ετών θεωρούνται παιδιά και δε φέρουν ποινική ευθύνη. Όμως, ανήλικοι 13-17 ετών -καλούμενοι έφηβοι- αντιμετωπίζονται από τη δικαιοσύνη ως ποινικά υπεύθυνοι, αφού σε περιπτώσεις που κριθούν επικίνδυνοι τούς επιβάλλονται αναμορφωτικά και θεραπευτικά μέτρα (Καλαϊτζή, 2020).
Το αίσθημα της «παντοδυναμίας» που κυριαρχεί στην εφηβική ηλικία σε συνδυασμό με την αμφισβήτηση, την αποδόμηση, την απομυθοποίηση και την κατακρήμνιση των εκφάνσεων της εξουσίας και της αυθεντίας, οδηγεί πολλές φορές τους/τις εφήβους σε αντικοινωνική συμπεριφορά, η οποία συνοδεύεται από επιθετικότητα, παράβαση κανόνων, διαφυγή από το σχολείο ή το σπίτι, αλλά και σε παραβατικές πράξεις (π.χ. χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών, όπλων, καταπατήσεις, κλοπές, κ.ο.κ. (Lahey et al., 1995; Κάκουρος & Μανιαδάκη, 2005). Θα πρέπει να επισημανθεί ότι η εμφάνιση τριών εκ των εν λόγω χαρακτηριστικών χρειάζεται να εκδηλώνεται για πάνω από δώδεκα μήνες κατ’ εξακολούθηση και να προκαλούν κλινικά ιδιάζουσα έκπτωση στη σχολική, επαγγελματική ή/και κοινωνική λειτουργικότητα του νέου, ώστε να κάνουμε λόγο για «νεανική παραβατικότητα» και «διαταραχή διαγωγής» (Κάκουρος & Μανιαδάκη, 2005).
Η Κυριακίδου (2018) επισημαίνει ότι η νεανική παραβατικότητα εκδηλώνεται κυρίως στο χώρο του σχολείου, ο οποίος αποτελεί τον πλέον κοινό τόπο συνεύρεσης των παιδιών και των εφήβων. Μάλιστα, υποστηρίζει πως ο σχολικός εκφοβισμός προϋποθέτει μια ανισορροπία δύναμης μεταξύ του παραβάτη (ή των παραβατών) και του θύματος. Αυτή η ανισορροπία δύναμης ενδέχεται να είναι αποτέλεσμα φυσικής δύναμης, κοινωνικού κύρους, ή άλλων παραγόντων που καθιστούν το θύμα δυσκολότερο να αμυνθεί ή να αντιδράσει αποτελεσματικά. Οι εκδηλώσεις βίας και εκφοβισμού εντός των σχολικών χώρων επιδιώκουν να εμφυσήσουν αρνητικά συναισθήματα και κοινωνικο-ψυχολογικές βλάβες στο θύμα, καθώς επίσης και να επιβεβαιώσουν την εξουσία ή τον έλεγχο του παραβάτη. Επιπροσθέτως, είναι ένας τρόπος για τον παραβάτη να ενισχύσει την αίσθηση δύναμης ή έξουσίας του στο θύμα, παραβιάζοντας το δικαίωμα της ασφάλειας και ακεραιότητας των υπολοίπων ατόμων στο σχολικό περιβάλλον.
Παράγοντες κι Αντίκτυπος στο Άτομο και την Κοινωνία
Επιχειρώντας την ανωτέρω ανάλυση, το ερώτημα που ανακύπτει σχετίζεται με τον εντοπισμό της παραγωγής αυτού του αρνητικού χαρακτηρισμού μιας συμπεριφοράς ως αντικοινωνικής, παραβατικής και απειλητικής. Για την πληρέστερη κατανόηση της νεανικής παραβατικότητας κορφολογούμε ότι αποτελεί κοινωφελής πρακτική η υιοθέτηση μιας ολοκληρωμένης προσέγγισης, με γνώμονα την επιρροή παραγόντων που αποτελούν κοινωνικό κίνδυνο σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία (Yun, Kim, & Park, 2017). Στο άνυσμα του χρόνου, έχει διατυπωθεί πληθώρα θεωριών για την ερμηνευτική προσέγγιση της παραβατικότητας, οι οποίες εκκινούν κι εκπορεύονται εκ ποικίλων επιστημονικών πεδίων (κοινωνιολογία, ψυχολογία, βιολογία κλπ).
Ωστόσο, οι περισσότερες θεωρίες συγκλίνουν σ’ έναν κοινό γεωμετρικό τόπο, που αφορά τη γενετική προικοδότηση, η οποία διαδραματίζει ιδιαίτερο ρόλο στη διαμόρφωση των τάσεων και χαρακτηριστικών της εκάστοτε προσωπικότητας και παράλληλα, τις πρώιμες εμπειρίες και ταυτίσεις που διαμορφώνουν την αντίληψη του ατόμου για τον εαυτό του και τον κόσμο γύρω του. Σε συνδυασμό με το ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο, οικονομικές και πολιτιστικές μεταβλητές, επίσης, δύνανται να επηρεάσουν την ανάπτυξη της παραβατικής συμπεριφοράς (Ξενούλη, Βουδούρη & Μαντάς, 2022). Επιπροσθέτως, οι κοινωνικές προσδοκίες κι οι οικονομικές ευκαιρίες ή περιορισμοί μπορούν να παίξουν κρίσιμο ρόλο στον τρόπο με τον οποίο ένα άτομο εκδηλώνει παραβατική συμπεριφορά. Οι παράμετροι αυτές συνυπάρχουν και αλληλεπιδρούν, δημιουργώντας ένα πολύπλοκο σύνολο που διαμορφώνει τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι αντιδρούν και εκφράζουν τη συμπεριφορά τους στον κόσμο γύρω τους.
Αναδιφώντας στη βιβλιογραφία, υποστηρίζεται ότι η έλλειψη απάνεμου, σταθερού περιβάλλοντος προωθεί αναξιοποίητα συναισθηματικά κενά για τα παιδιά και τους νέους, οδηγώντας τα στην αναζήτηση της αναγνώρισης και της ταύτισής τους σε άλλες ομάδες, τις αποκαλούμενες «συμμορίες», που προσφέρουν ένα είδος «οικογένειας» ή «οικτίρον παραγώνι» για την εδραίωση της ταυτότητας σ’ ένα ιεραρχικό σύμπαν. Σε κάθε περίπτωση, χρειάζεται να καταστεί σαφές ότι τα θετικά πρότυπα που αναπτύσσονται εντός της πρωταρχικής κοινωνικής ομάδας στους κόλπους της οποίας συμμετέχει κι αναπτύσσεται το άτομο, αυτήν της οικογένειας, συμβάλλουν καθοριστικά στη διαμόρφωση της ψυχο-συναισθηματικής ανάπτυξης και συνάμα στην εκδήλωση ή μη παραβατικών συμπεριφορών. Βέβαια, όχι μόνο η έλλειψη επικοινωνίας μεταξύ των μελών της οικογένειας, αλλά παράλληλα κι η ακατάλληλη διαπαιδαγώγηση, που συχνά συνοδεύεται από επιβολή τιμωριών και σωματικών ποινών ή υπερπροστατευτικότητα δύναται να συμβάλλει καταλυτικά στην εμφάνιση επιθετικότητας κι εκφοβιστικών τάσεων (Τριανταφύλλου, Βοιυδούρη & Κοντοσώρου, 2015).
Από το γενικό πλαίσιο των παραγόντων που οδηγούν τους νέους στην άσκηση κάθε μορφής βίας δε θα πρέπει να διαφεύγουν τα μελανά σημεία του εκπαιδευτικού συστήματος, που προωθούν τη βαθμοθηρία και συνάμα τον ανταγωνισμό, κατακερματίζουν τις ιδιαιτερότητες των μαθητών/τριων αμβλύνοντας και στοχεύοντας στη διεκπεραίωση της διδακτικής ύλης, λησμονούν τα ιδιαίτερα ταλέντα των μαθητευόμενων αδιαφορώντας για τις ελλείψεις σε υλικοτεχνική υποδομή, απαραίτητη για την ανάδειξή τους (Τριανταφύλλου, Βοιυδούρη & Κοντοσώρου, 2015). Η διατύπωση του φιλόσοφου Αριστοτέλη ότι «ο πολίτης φορεί ως ένδυμα το ήθος της πόλεως» απηχεί σε μεγάλο βαθμό ότι η παραβατικότητα δεν αποτελεί αμιγώς ατομική παράμετρο, αλλά πολύ περισσότερο πρόκειται για αποτέλεσμα κοινωνικών παραγόντων, μιας και είναι συνήθης η καθημερινή έκθεση βίαιων ή ανήθικων εικόνων και μηνυμάτων, όπως αυτά προβάλλονται από τα ΜΜΕ (Καρασάββα, 2021).
Αδιαμφισβήτητα, η νεανική παραβατικότητα ως πολυπαραγοντικό φαινόμενο, ενέχει ιδιάζουσες κοινωνικές και ψυχολογικές προεκτάσεις με αρνητικές επιπτώσεις τόσο στους ίδιους τους νέους, όσο και στην ευρύτερη κοινωνία ολότελα. Δεδομένων των αρνητικών αισθημάτων που αυτή ενισχύει, η αυτοεκτίμηση κι η αίσθηση της αξίας των νέων κατακερματίζονται (Τριανταφύλλου, Βοιυδούρη & Κοντοσώρου, 2016) και ταυτόχρονα, οδηγεί σε κοινωνική απόρριψη κι απομόνωση. Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι η παραβατικότητα ενδέχεται να δημιουργεί αισθήματα ανασφάλειας και στο κοινωνικό περιβάλλον, ειδικά όταν συνδέεται με επιθετική ή επικίνδυνη συμπεριφορά, γεγονός που διαταράσσει τη γενική ασφάλεια και την ευημερία της κοινότητας.
Μέτρα Πρόληψης κι Αποτελεσματικής Αντιμετώπισης: Μια Συστημική Προσέγγιση
Οι προαναφερόμενες πολυσχιδείς αιτίες έξαρσης του φαινομένου της νεανικής βιαιότητας εκφράζουν κι αποτυπώνουν την παθογένεια της κοινωνίας τόσο σε διεθνές, όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο. Η περιστολή του φαινομένου χρήζει συστημικής προσέγγισης κι αναμένεται να επέλθει εάν κι εφόσον η πολιτεία κι οι κοινοτικοί φορείς συνεργούν και συνεργάζονται, με τέτοιο τρόπο ώστε να οιστρηλατούν τους νέους να «κόψουν μια φέτα απ’ το άφθαρτο του ονείρου». Αδιαμφισβήτητη είναι η ανάγκη θέσπισης δομών προάσπισης κι ενδυνάμωσης των οικογενειών και των εφήβων κι η στελέχωσή τους με ψυχολόγους και κοινωνικούς λειτουργούς καταρτισμένους σε θέματα ενδοσχολικής και νεανικής βίας. Επιπλέον, η πολιτεία οφείλει να δώσει έμφαση στην αναδιάρθρωση του ποινικού κώδικα όσον αφορά τους ανήλικους, ώστε ο τελευταίος να προσανατολίζεται στην υποστήριξη και την κοινωνική επανένταξη των παραβατικών νέων κι όχι την επιβολή ολοένα κι αυστηρότερων ποινών για την εξάλειψη του φαινομένου.
«Από την άλλη πλευρά, η σχολική κοινότητα, ως προνομιακή κονίστρα ένταξης και κοινωνικής ενσωμάτωσης των νέων, μπορεί να αποβεί ανάχωμα, παρεμβαίνοντας ή και περιστέλλοντας παραβατικές συμπεριφορές. Η διοργάνωση σεμιναρίων και εκδηλώσεων με σκοπό την ενημέρωση και ευαισθητοποίηση εκπαιδευτικών, μαθητών/τριών γονέων και τοπικών φορέων, αλλά κι η στελέχωση του εκπαιδευτικού προσωπικού με ευαισθητοποιημένους εκπαιδευτικούς που θα ανιχνεύουν συμπεριφορές που προοιωνίζονται την έκπτυξή τους σε παραβατικότητα αποτελούν μέτρα ζωτικής σημασίας για την άρση του φαινομένου. Παράλληλα, είναι αυτονόητη – ή τουλάχιστον θα έπρεπε να είναι - η ενδυνάμωση και διακριτική παρέμβαση των σχολικών ψυχολόγων, τόσο ως προς τα άτομα με παραβατικές τάσεις, όσο κι ως προς τα άτομα που δέχονται εκφοβιστικές και βίαιες συμπεριφορές. Επίσης, η εφαρμογή προγραμμάτων συμπεριφορικής διαμόρφωσης μπορεί να βοηθήσει τους μαθητές να αναπτύξουν δεξιότητες για την αυτο-ρύθμιση της συμπεριφοράς τους Ας μην ξεχνάμε ότι το σχολείο οφείλει να προτάσσει τις ανθρωπιστικές και πνευματικές αξίες της αποδοχής, της διαφορετικότητας του διαλόγου, της ευμένειας και της ευσπλαχνίας.»
Συμπεράσματα
Η παρούσα εργασία φιλοδοξούσε να εξετάσει ενδελεχώς μέσα από τη μέθοδο της βιβλιογραφικής ανασκόπησης έναν από τους τρόπους με τους οποίους οι νέοι εκδηλώνουν την ενέργεια από την οποία διακατέχονται, που δεν είναι άλλος από τη νεανική παραβατικότητα. Από την ανάλυση που προηγήθηκε, καθίσταται σαφές ότι η νεανική παραβατικότητα είναι αποτέλεσμα σμίλευσης των κοινωνικών καταστάσεων και σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να αποδεχτούμε την άποψη ότι οι παραβατικοί νέοι προσφεύγουν στην υιοθέτηση αυτού του τρόπου ζωής κατά τύχη και ανεξήγητα. Αναμφίβολα, η σύγχρονη οικογένεια διέπεται κρίση κι οι δυσμενείς συνθήκες που επικρατούν σ’ αυτήν αυξάνουν την εμφάνιση παραβατικών συμπεριφορών. Επιπλέον, οι οικονομικές κι άλλες κρίσεις που έχει βιώσει η κοίνωνία μας την τελευταία δεκαετία επιτείνουν την ύπαρξη βιαιοτήτων μεταξύ ανηλίκων, ενώ με τη σειρά της η παιδεία εκλείπει, αφού δεν επιδίδεται έμφαση στην καλλιέργεια του σεβασμού των φορέων και θεσμών.
Καταληκτικά, ιδιαίτερη μνεία χρειάζεται να επιδοθεί στην κατανόηση εκ μέρους όλων των πολιτών του γεγονότος ότι η προσφυγή σε βιαιοπραγίες δεν αποτελεί λύση, αλλά επιφέρει ακόμα περισσότερα προβλήματα προς επίλυση. Αντίδοτο στην κατάσταση αυτή λειτουργεί η εδραίωση της συμπεριληπτικής κουλτούρας όχι μόνο σε σχολικό, αλλά ευρύτερα και σε κοινωνικό επίπεδο, ώστε να δημιουργηθεί ένα περιβάλλον που ενθαρρύνει την αυτοεκτίμηση, την ανάπτυξη θετικών σχέσεων και την επιτυχία των νεών, ενώ παράλληλα αντιμετωπίζει και υποστηρίζει όσους/ες αντιμετωπίζουν προβλήματα συμπεριφοράς.